πατραδέλφεια

πατραδέλφεια
πατρ-ᾰδέλφεια, ,
A cousin by the father's side, A.Supp.38 (anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πατραδέλφεια — ἡ, Α η συγγενική σχέση από τον αδελφό τού πατέρα, η συγγένεια μεταξύ τών παιδιών δύο αδελφών, ξαδερφοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αδέλφεια (< άδελφος < ἀδελφός)] …   Dictionary of Greek

  • πατραδέλφειαν — πατραδέλφεια cousin by the father s side fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”